- μελομανία
- ηη μανιώδης αγάπη για τη μουσική.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. melo-manie (< μέλος + μανία). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek